- αγγειοθρυψία
- Χειρουργική μέθοδος για την διακοπή της αιμορραγίας ενός αγγείου. Αυτό γίνεται με ειδική λαβίδα (αγγειοθρύπτης) με την οποία πιέζουμε το αγγείο ώστε να του προκαλέσουμε θλάση. Η α. χρησιμοποιείται σε σπάνιες περιπτώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.